- δικαιοστάσιο
- Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους.
* * *τοη προσωρινή αναστολή τού έργου τής δικαιοσύνης (κυρίως για αστικές και εμπορικές υποθέσεις) που ορίζεται με νόμο σε ανώμαλες περιόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. justitium. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.