δικαιοστάσιο

δικαιοστάσιο
Μέτρο που επιβάλλεται με ειδικό νόμο σε έκτακτες περιστάσεις. Πρόκειται για την προσωρινή αναστολή του έργου της δικαιοσύνης· με το δ. εμποδίζεται η επιδίωξη των ληξιπρόθεσμων αξιώσεων και παράλληλα αναστέλλεται η παραγραφή τους.
* * *
το
η προσωρινή αναστολή τού έργου τής δικαιοσύνης (κυρίως για αστικές και εμπορικές υποθέσεις) που ορίζεται με νόμο σε ανώμαλες περιόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. justitium. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δικαιοστάσιο — το προσωρινή αναστολή εκπλήρωσης νομικών υποχρεώσεων σε έκτακτες περιστάσεις, π.χ. σε περίοδο επιστράτευσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… …   Dictionary of Greek

  • μορατόριο — και μορατόριουμ, το 1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις 2. (νομ.) δικαιοστάσιο 3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος 4. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”